αναπολώ — ( εις, εί κτλ.), πόλησα, αναλογίζομαι, θυμούμαι, αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου: Συχνά αναπολούσεμε συγκίνηση τα περασμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομιμούμαι — ήθηκα 1. αναπαρασταίνω: Δεν μπόρεσε να απομιμηθεί καλά τα χρώματα του πίνακα. 2. παραποιώ, πλαστογραφώ: Είχε απομιμηθεί την υπογραφή του θείου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξεικονίζω — εξεικόνισα, εξεικονίστηκα, εξεικονισμένος, μτβ. 1. παρασταίνω κάτι με εικόνα ή σε εικόνα, απεικονίζω. 2. μτφ., με τη διήγησή μου αναπαρασταίνω κάτι με πολλή ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να το ζωγραφίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθρεφτίζω — καθρέφτισα, καθρεφτίστηκα, καθρεφτισμένος 1. αντανακλώ εικόνες σαν σε κάτοπτρο: Η θάλασσα καθρέφτιζε όλο τον ουρανό. 2. αναπαρασταίνω επακριβώς, απεικονίζω: Τα λόγια του καθρεφτίζουν την ψυχή του. 3. το μέσ., καθρεφτίζομαι σημαίνει κοιτάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγράφω — περιέγραψα, περιγράφ(τ)ηκα, περιγραμμένος 1. σύρω γραμμή γύρω γύρω, περιβάλλω με γραμμή. 2. μτφ., αναπαρασταίνω, διηγούμαι προφορικά ή γραφτά κάποιο γεγονός ή πράγμα: Στο γράμμα που του έγραψα, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι μου. 3. μτχ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντάζομαι — φαντάστηκα, φαντασμένος, και φανταγμένος 1. μτβ., πλάθω κάτι με τη φαντασία μου, το αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου, το αναπολώ: Φαντάζομαι το περσινό ταξιδάκι μας. 2. νομίζω ότι είμαι κάτι ή αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από το πραγματικό:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)