αναπαρασταίνω

αναπαρασταίνω
-παράστησα, -παραστάθηκα, -παραστημένος, κάνω αναπαράσταση, απεικονίζω ξανά έργο, πράγμα, γεγονός: Σ' ένα χωριό της Βαυαρίας αναπαρασταίνουν τα πάθη του Χριστού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναπολώ — ( εις, εί κτλ.), πόλησα, αναλογίζομαι, θυμούμαι, αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου: Συχνά αναπολούσεμε συγκίνηση τα περασμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απομιμούμαι — ήθηκα 1. αναπαρασταίνω: Δεν μπόρεσε να απομιμηθεί καλά τα χρώματα του πίνακα. 2. παραποιώ, πλαστογραφώ: Είχε απομιμηθεί την υπογραφή του θείου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξεικονίζω — εξεικόνισα, εξεικονίστηκα, εξεικονισμένος, μτβ. 1. παρασταίνω κάτι με εικόνα ή σε εικόνα, απεικονίζω. 2. μτφ., με τη διήγησή μου αναπαρασταίνω κάτι με πολλή ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να το ζωγραφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθρεφτίζω — καθρέφτισα, καθρεφτίστηκα, καθρεφτισμένος 1. αντανακλώ εικόνες σαν σε κάτοπτρο: Η θάλασσα καθρέφτιζε όλο τον ουρανό. 2. αναπαρασταίνω επακριβώς, απεικονίζω: Τα λόγια του καθρεφτίζουν την ψυχή του. 3. το μέσ., καθρεφτίζομαι σημαίνει κοιτάζομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιγράφω — περιέγραψα, περιγράφ(τ)ηκα, περιγραμμένος 1. σύρω γραμμή γύρω γύρω, περιβάλλω με γραμμή. 2. μτφ., αναπαρασταίνω, διηγούμαι προφορικά ή γραφτά κάποιο γεγονός ή πράγμα: Στο γράμμα που του έγραψα, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι μου. 3. μτχ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντάζομαι — φαντάστηκα, φαντασμένος, και φανταγμένος 1. μτβ., πλάθω κάτι με τη φαντασία μου, το αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου, το αναπολώ: Φαντάζομαι το περσινό ταξιδάκι μας. 2. νομίζω ότι είμαι κάτι ή αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από το πραγματικό:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”